δαμάλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δαμάλα οι δαμάλες
      γενική της δαμάλας των δαμαλών
    αιτιατική τη δαμάλα τις δαμάλες
     κλητική δαμάλα δαμάλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δαμάλα < αρχαία ελληνική σπάνιο: η δαμάλη, σύνηθες: το δαμάλι, η δάμαλις < δαμάζω

Ουσιαστικό

δαμάλα θηλυκό

  • (θηλαστικό ζώο) η αγελάδα νεαρής ηλικίας που δεν έχει γεννήσει ακόμα
    • (αναλυτικότερα) νεαρή αγελάδα, από οκτώ μηνών έως τριών ετών, που δεν έχει γεννήσει ακόμη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.