δάμαλις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

δάμαλις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

δάμαλις θηλυκό

  1. η δαμαλίδα, η δαμάλα, η νεαρή αγελάδα
  2. (μεταφορικά) κοπέλα παρθένα

Σημειώσεις

  • σπανιότερα εμφανίζεται γραμματικά και ως αρσενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.