δαγκωτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δαγκωτός η δαγκωτή το δαγκωτό
      γενική του δαγκωτού της δαγκωτής του δαγκωτού
    αιτιατική τον δαγκωτό τη δαγκωτή το δαγκωτό
     κλητική δαγκωτέ δαγκωτή δαγκωτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δαγκωτοί οι δαγκωτές τα δαγκωτά
      γενική των δαγκωτών των δαγκωτών των δαγκωτών
    αιτιατική τους δαγκωτούς τις δαγκωτές τα δαγκωτά
     κλητική δαγκωτοί δαγκωτές δαγκωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δαγκωτός < δαγκώνω + -τός

Επίθετο

δαγκωτός -ή -ό

Εκφράσεις

  • ψηφίζω δαγκωτό: ψηφίζω με απόλυτη πεποίθηση (ένα κόμμα ή υποψήφιο)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.