δαγκωτά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
δαγκωτά
<
δαγκωτός
Επίρρημα
δαγκωτά
με
δάγκωμα
τη φίλησε
δαγκωτά
Μεταφράσεις
δαγκωτά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
δαγκωτά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
δαγκωτό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.