αλληλοσυμπληρώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αλληλοσυμπληρώνομαι < αλληλο- + συμπληρώνομαι
Ρήμα
αλληλοσυμπληρώνομαι
- (αλληλοπαθητικό) για κάποιους ή κάποια πράγματα που συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αλληλοσυμπληρώνομαι | αλληλοσυμπληρωνόμουν(α) | θα αλληλοσυμπληρώνομαι | να αλληλοσυμπληρώνομαι | ||
| β' ενικ. | αλληλοσυμπληρώνεσαι | αλληλοσυμπληρωνόσουν(α) | θα αλληλοσυμπληρώνεσαι | να αλληλοσυμπληρώνεσαι | (αλληλοσυμπληρώνου) | |
| γ' ενικ. | αλληλοσυμπληρώνεται | αλληλοσυμπληρωνόταν(ε) | θα αλληλοσυμπληρώνεται | να αλληλοσυμπληρώνεται | ||
| α' πληθ. | αλληλοσυμπληρωνόμαστε | αλληλοσυμπληρωνόμαστε αλληλοσυμπληρωνόμασταν |
θα αλληλοσυμπληρωνόμαστε | να αλληλοσυμπληρωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | αλληλοσυμπληρώνεστε | αλληλοσυμπληρωνόσαστε αλληλοσυμπληρωνόσασταν |
θα αλληλοσυμπληρώνεστε | να αλληλοσυμπληρώνεστε | (αλληλοσυμπληρώνεστε) | |
| γ' πληθ. | αλληλοσυμπληρώνονται | αλληλοσυμπληρώνονταν αλληλοσυμπληρωνόντουσαν |
θα αλληλοσυμπληρώνονται | να αλληλοσυμπληρώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αλληλοσυμπληρώθηκα | θα αλληλοσυμπληρωθώ | να αλληλοσυμπληρωθώ | αλληλοσυμπληρωθεί | ||
| β' ενικ. | αλληλοσυμπληρώθηκες | θα αλληλοσυμπληρωθείς | να αλληλοσυμπληρωθείς | αλληλοσυμπληρώσου | ||
| γ' ενικ. | αλληλοσυμπληρώθηκε | θα αλληλοσυμπληρωθεί | να αλληλοσυμπληρωθεί | |||
| α' πληθ. | αλληλοσυμπληρωθήκαμε | θα αλληλοσυμπληρωθούμε | να αλληλοσυμπληρωθούμε | |||
| β' πληθ. | αλληλοσυμπληρωθήκατε | θα αλληλοσυμπληρωθείτε | να αλληλοσυμπληρωθείτε | αλληλοσυμπληρωθείτε | ||
| γ' πληθ. | αλληλοσυμπληρώθηκαν αλληλοσυμπληρωθήκαν(ε) |
θα αλληλοσυμπληρωθούν(ε) | να αλληλοσυμπληρωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αλληλοσυμπληρωθεί | είχα αλληλοσυμπληρωθεί | θα έχω αλληλοσυμπληρωθεί | να έχω αλληλοσυμπληρωθεί | αλληλοσυμπληρωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αλληλοσυμπληρωθεί | είχες αλληλοσυμπληρωθεί | θα έχεις αλληλοσυμπληρωθεί | να έχεις αλληλοσυμπληρωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αλληλοσυμπληρωθεί | είχε αλληλοσυμπληρωθεί | θα έχει αλληλοσυμπληρωθεί | να έχει αλληλοσυμπληρωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αλληλοσυμπληρωθεί | είχαμε αλληλοσυμπληρωθεί | θα έχουμε αλληλοσυμπληρωθεί | να έχουμε αλληλοσυμπληρωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αλληλοσυμπληρωθεί | είχατε αλληλοσυμπληρωθεί | θα έχετε αλληλοσυμπληρωθεί | να έχετε αλληλοσυμπληρωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αλληλοσυμπληρωθεί | είχαν αλληλοσυμπληρωθεί | θα έχουν αλληλοσυμπληρωθεί | να έχουν αλληλοσυμπληρωθεί | ||
Μεταφράσεις
αλληλοσυμπληρώνομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.