δίμετρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίμετρος η δίμετρη το δίμετρο
      γενική του δίμετρου της δίμετρης του δίμετρου
    αιτιατική τον δίμετρο τη δίμετρη το δίμετρο
     κλητική δίμετρε δίμετρη δίμετρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίμετροι οι δίμετρες τα δίμετρα
      γενική των δίμετρων των δίμετρων των δίμετρων
    αιτιατική τους δίμετρους τις δίμετρες τα δίμετρα
     κλητική δίμετροι δίμετρες δίμετρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δίμετρος < δί- + -μετρος

Επίθετο

δίμετρος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) αυτός που έχει ύψος δυο μέτρα
  2. (μεταφορικά) αυτός που είναι πολύ ψηλός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.