δίκοχο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δίκοχο τα δίκοχα
      γενική του δίκοχου των δίκοχων
    αιτιατική το δίκοχο τα δίκοχα
     κλητική δίκοχο δίκοχα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
δίκοχο σε σκίτσο

Ετυμολογία

δίκοχο < δι- + κόχη + -ο

Ουσιαστικό

δίκοχο ουδέτερο

  1. (στρατιωτικός όρος) καπέλο στρατιωτικού χωρίς γείσο, με μυτερές προεξοχές
  2. (στρατιωτικός όρος) (αργκό) τυρόπιτα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.