κράσπεδον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κράσπεδον τὰ κράσπεδ
      γενική τοῦ κρασπέδου τῶν κρασπέδων
      δοτική τῷ κρασπέδ τοῖς κρασπέδοις
    αιτιατική τὸ κράσπεδον τὰ κράσπεδ
     κλητική ! κράσπεδον κράσπεδ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κρασπέδω
γεν-δοτ τοῖν  κρασπέδοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κράσπεδον < κράς (<κάρα) + πέδον

Ουσιαστικό

κράσπεδον

  1. άκρη
  2. περιθώριο
  3. κράσπεδο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.