γόησσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γόησσα οι γόησσες
      γενική της γόησσας των γοησσών
    αιτιατική τη γόησσα τις γόησσες
     κλητική γόησσα γόησσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γόησσα < γόης + κατάληξη θηλυκού -ισσα (η λέξη γράφτηκε με η κατ' επίδραση του αρσενικού παραβιάζοντας τον κανόνα για τα θηλυκά σε -ισσα)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɣo.i.sa/

Ουσιαστικό

γόησσα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.