γητευτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γητευτής οι γητευτές
      γενική του γητευτή των γητευτών
    αιτιατική τον γητευτή τους γητευτές
     κλητική γητευτή γητευτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γητευτής < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γητευτής < γητεύ(ω) + -της[1]

Ουσιαστικό

γητευτής αρσενικό (θηλυκό: γητεύτρα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.