γόγγυλος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γόγγυλος οἱ γόγγυλοι
      γενική τοῦ γογγύλου τῶν γογγύλων
      δοτική τῷ γογγύλ τοῖς γογγύλοις
    αιτιατική τὸν γόγγυλον τοὺς γογγύλους
     κλητική ! γόγγυλε γόγγυλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γογγύλω
γεν-δοτ τοῖν  γογγύλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γόγγυλος < γογγύλος με μετακίνηση τόνου κατά το κόνδυλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lump (σβώλος)

Ουσιαστικό

γόγγυλος αρσενικό

  1. κόνδυλος
     συνώνυμα: κόνδυλος
  2. (φυτό) είδος σύκου
     συνώνυμα: ὄλυνθος, ὄλονθος

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.