ὄλυνθος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ὄλυνθος | οἱ | ὄλυνθοι |
| γενική | τοῦ | ὀλύνθου | τῶν | ὀλύνθων |
| δοτική | τῷ | ὀλύνθῳ | τοῖς | ὀλύνθοις |
| αιτιατική | τὸν | ὄλυνθον | τοὺς | ὀλύνθους |
| κλητική ὦ! | ὄλυνθε | ὄλυνθοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀλύνθω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὀλύνθοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ὄλυνθος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ὄλυνθος, -ου αρσενικό
- (φρούτο) πρόωρο σύκο που βγαίνει το χειμώνα
- ※ 6ος πκε αιώνας [μεσαιωνικά χφφ] ⌘ Αίσωπος, Αἰσώπου μῦθοι, Κολοιὸς καὶ ἀλώπηξ, 128.1
- κολοιὸς λιμώττων ἐπί τινος συκῆς ἐκάθισεν. εὑρὼν δὲ τοὺς ὀλύνθους μηδέπω πεπείρους προσέμενεν, ἕως σῦκα γένωνται.
- Ήταν μια καλιακούδα που υπέφερε από την πείνα. Πήγε λοιπόν και κούρνιασε πάνω σε μια συκιά· έλα όμως που διαπίστωσε ότι οι καρποί της ήσαν άγουροι ακόμη. Γι᾽ αυτό κάθισε να περιμένει μέχρι να γίνουν ώριμα τα σύκα.
- Μετάφραση: Κωνσταντάκος, Ιωάννης Μ., Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr. Απόσπασμα από το μύθο: Η καλιακούδα και η αλεπού.
- Μια καλιακούδα που πεινούσε πήγε και κάθισε πάνω σε μιά συκιά, είχε σύκα άγουρα, και η καλιακούδα κάθισε και περίμενε να ωριμάσουν.
- Μετάφραση: Βικιθήκη.
- Ήταν μια καλιακούδα που υπέφερε από την πείνα. Πήγε λοιπόν και κούρνιασε πάνω σε μια συκιά· έλα όμως που διαπίστωσε ότι οι καρποί της ήσαν άγουροι ακόμη. Γι᾽ αυτό κάθισε να περιμένει μέχρι να γίνουν ώριμα τα σύκα.
- κολοιὸς λιμώττων ἐπί τινος συκῆς ἐκάθισεν. εὑρὼν δὲ τοὺς ὀλύνθους μηδέπω πεπείρους προσέμενεν, ἕως σῦκα γένωνται.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 1.80, @scaife.perseus
- Κλυσμοὶ καθαρτήριοι· ὄλυνθοι χειμερινοὶ καυθέντες, καὶ βραχέντες ἐν ὕδατι· ἀποχέαι δὲ τὸ ὕδωρ, καὶ ἔλαιον ξυμμίσγειν, καὶ κλύζειν, καὶ μετακλύζειν σιδίοισι, κικίδι, λωτοῦ πρίσμασιν, ἐν οἴνῳ δὲ μέλανι χρὴ ἑψεῖν.
- ≈ συνώνυμα: ἐρινεόν, ἐρινάς
- ※ 6ος πκε αιώνας [μεσαιωνικά χφφ] ⌘ Αίσωπος, Αἰσώπου μῦθοι, Κολοιὸς καὶ ἀλώπηξ, 128.1
Πηγές
- ὄλυνθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄλυνθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.