γογγύλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|
| γογγῠλο- | |||||||
| ονομαστική | ὁ | γογγύλος | ἡ | γογγύλη | τὸ | γογγύλον | |
| γενική | τοῦ | γογγύλου | τῆς | γογγύλης | τοῦ | γογγύλου | |
| δοτική | τῷ | γογγύλῳ | τῇ | γογγύλῃ | τῷ | γογγύλῳ | |
| αιτιατική | τὸν | γογγύλον | τὴν | γογγύλην | τὸ | γογγύλον | |
| κλητική ὦ! | γογγύλε | γογγύλη | γογγύλον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
| ονομαστική | οἱ | γογγύλοι | αἱ | γογγύλαι | τὰ | γογγύλᾰ | |
| γενική | τῶν | γογγύλων | τῶν | γογγύλων | τῶν | γογγύλων | |
| δοτική | τοῖς | γογγύλοις | ταῖς | γογγύλαις | τοῖς | γογγύλοις | |
| αιτιατική | τοὺς | γογγύλους | τὰς | γογγύλᾱς | τὰ | γογγύλᾰ | |
| κλητική ὦ! | γογγύλοι | γογγύλαι | γογγύλᾰ | ||||
| δυϊκός | |||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γογγύλω | τὼ | γογγύλᾱ | τὼ | γογγύλω | |
| γεν-δοτ | τοῖν | γογγύλοιν | τοῖν | γογγύλαιν | τοῖν | γογγύλοιν | |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «στρογγύλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | |||||||
Συνώνυμα
Συγγενικά
Αναφορές
- «γογγύλι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- γογγύλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γογγύλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.