ὄλονθος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ὄλονθος | οἱ | ὄλονθοι |
| γενική | τοῦ | ὀλόνθου | τῶν | ὀλόνθων |
| δοτική | τῷ | ὀλόνθῳ | τοῖς | ὀλόνθοις |
| αιτιατική | τὸν | ὄλονθον | τοὺς | ὀλόνθους |
| κλητική ὦ! | ὄλονθε | ὄλονθοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀλόνθω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὀλόνθοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ὄλονθος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ὄλονθος, -ου αρσενικό άλλη μορφή του ὄλυνθος
- (φρούτο) άγριο σύκο
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 193.5
- ψῆνας γὰρ δὴ φέρουσι ἐν τῷ καρπῷ οἱ ἔρσενες, κατά περ δὴ οἱ ὄλονθοι.
- τέτοιες σκνίπες έχουν στον καρπό τους τα αρσενικά φοινικόδενδρα, όπως και τα αγριόσυκα.
- Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ψῆνας γὰρ δὴ φέρουσι ἐν τῷ καρπῷ οἱ ἔρσενες, κατά περ δὴ οἱ ὄλονθοι.
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 3, 10 @scaife.perseus, @el.wikisource
- Ἀμερίας δ’ ἐρινάδας καλεῖσθαι τοὺς ὀλόνθους.
- ≈ συνώνυμα: ἐρινεόν, ἐρινάς
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 193.5
Πηγές
- ὄλυνθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄλονθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.