γυροβολιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γυροβολιά | οι | γυροβολιές |
| γενική | της | γυροβολιάς | των | γυροβολιών |
| αιτιατική | τη | γυροβολιά | τις | γυροβολιές |
| κλητική | γυροβολιά | γυροβολιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γυροβολιά < γυροβολ(ώ) + -ιά < μεσαιωνική ελληνική γυροβολῶ. Αναλύεται σε γυρο- + βολ(ώ) + -ιά
Ουσιαστικό
γυροβολιά θηλυκό
- τριγύρισμα
- το να φέρνει κάποιος γύρω
- (χορός) χορευτική περιστροφική κίνηση ή φιγούρα
- ※ Χτες, στο πανηγύρι, χορεύανε τσάμικα, ρίχνανε κάτι γυροβολιές! (Σώτη Τριανταφύλλου (2004). Η φυγή [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις
γυροβολιά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.