γυροβολιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γυροβολιά οι γυροβολιές
      γενική της γυροβολιάς των γυροβολιών
    αιτιατική τη γυροβολιά τις γυροβολιές
     κλητική γυροβολιά γυροβολιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γυροβολιά < γυροβολ(ώ) + -ιά < μεσαιωνική ελληνική γυροβολῶ. Αναλύεται σε γυρο- + βολ(ώ) + -ιά

Ουσιαστικό

γυροβολιά θηλυκό

  1. τριγύρισμα
  2. το να φέρνει κάποιος γύρω
  3. (χορός) χορευτική περιστροφική κίνηση ή φιγούρα
      Χτες, στο πανηγύρι, χορεύανε τσάμικα, ρίχνανε κάτι γυροβολιές! (Σώτη Τριανταφύλλου (2004). Η φυγή [μυθιστόρημα])

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.