γυροβολώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γυροβολώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γυροβολῶ
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | γυροβολώ | γυροβολούσα | θα γυροβολώ | να γυροβολώ | γυροβολώντας | |
| β' ενικ. | γυροβολείς | γυροβολούσες | θα γυροβολείς | να γυροβολείς | (γυροβόλει) | |
| γ' ενικ. | γυροβολεί | γυροβολούσε | θα γυροβολεί | να γυροβολεί | ||
| α' πληθ. | γυροβολούμε | γυροβολούσαμε | θα γυροβολούμε | να γυροβολούμε | ||
| β' πληθ. | γυροβολείτε | γυροβολούσατε | θα γυροβολείτε | να γυροβολείτε | γυροβολείτε | |
| γ' πληθ. | γυροβολούν(ε) | γυροβολούσαν(ε) | θα γυροβολούν(ε) | να γυροβολούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | γυροβόλησα | θα γυροβολήσω | να γυροβολήσω | γυροβολήσει | ||
| β' ενικ. | γυροβόλησες | θα γυροβολήσεις | να γυροβολήσεις | γυροβόλησε | ||
| γ' ενικ. | γυροβόλησε | θα γυροβολήσει | να γυροβολήσει | |||
| α' πληθ. | γυροβολήσαμε | θα γυροβολήσουμε | να γυροβολήσουμε | |||
| β' πληθ. | γυροβολήσατε | θα γυροβολήσετε | να γυροβολήσετε | γυροβολήστε | ||
| γ' πληθ. | γυροβόλησαν γυροβολήσαν(ε) |
θα γυροβολήσουν(ε) | να γυροβολήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω γυροβολήσει | είχα γυροβολήσει | θα έχω γυροβολήσει | να έχω γυροβολήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις γυροβολήσει | είχες γυροβολήσει | θα έχεις γυροβολήσει | να έχεις γυροβολήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει γυροβολήσει | είχε γυροβολήσει | θα έχει γυροβολήσει | να έχει γυροβολήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε γυροβολήσει | είχαμε γυροβολήσει | θα έχουμε γυροβολήσει | να έχουμε γυροβολήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε γυροβολήσει | είχατε γυροβολήσει | θα έχετε γυροβολήσει | να έχετε γυροβολήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν γυροβολήσει | είχαν γυροβολήσει | θα έχουν γυροβολήσει | να έχουν γυροβολήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.