γυμνόρριζος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γυμνόρριζος η γυμνόρριζη το γυμνόρριζο
      γενική του γυμνόρριζου της γυμνόρριζης του γυμνόρριζου
    αιτιατική τον γυμνόρριζο τη γυμνόρριζη το γυμνόρριζο
     κλητική γυμνόρριζε γυμνόρριζη γυμνόρριζο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γυμνόρριζοι οι γυμνόρριζες τα γυμνόρριζα
      γενική των γυμνόρριζων των γυμνόρριζων των γυμνόρριζων
    αιτιατική τους γυμνόρριζους τις γυμνόρριζες τα γυμνόρριζα
     κλητική γυμνόρριζοι γυμνόρριζες γυμνόρριζα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γυμνόρριζος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική gymnorrhize < αρχαία ελληνική γυμνός + ῥίζα

Επίθετο

γυμνόρριζος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.