γυμνοσοφισταί

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

γυμνοσοφισταί < γυμνός και σοφιστής

Ουσιαστικό

γυμνοσοφισταί αρσενικό πληθ.

  • ((ελληνιστική κοινή)) το όνομα που έδωσαν οι Έλληνες στους σοφούς βραχμάνους στον Ινδό ποταμό, στα ελληνιστικά χρόνια
    παρὰ δὲ τοῖς Ἰνδοῖς οἱ γυμνοσοφισταί, παρὰ δὲ τοῖς Πέρσαις οἱ μάγοι καὶ νεκυομάντεις (Στράβων. 16ο, 2)

Συγγενικά

  • γυμνοσοφιστία

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.