γυμνιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γυμνιστής | οι | γυμνιστές |
| γενική | του | γυμνιστή | των | γυμνιστών |
| αιτιατική | τον | γυμνιστή | τους | γυμνιστές |
| κλητική | γυμνιστή | γυμνιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝi.mniˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γυ‐μνι‐στής
- παρώνυμο: γυμναστής
Ουσιαστικό
γυμνιστής αρσενικό (θηλυκό γυμνίστρια)
Αναφορές
- γυμνιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.