γυμνίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γυμνίστρια οι γυμνίστριες
      γενική της γυμνίστριας των γυμνιστριών
    αιτιατική τη γυμνίστρια τις γυμνίστριες
     κλητική γυμνίστρια γυμνίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γυμνίστρια < γυμνιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια

Ουσιαστικό

γυμνίστρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.