Γυάλια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Γυάλια
      γενική των Γυαλιών
    αιτιατική τα Γυάλια
     κλητική Γυάλια
Οι καταλήξεις -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Γυάλια < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

Γυάλια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.