βάζω τα γυαλιά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

 δείτε τις λέξεις βάζω, το και γυαλί στον πληθυντικό γυαλιά. Το ρήμα, κλίνεται κανονικά

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈva.zo ta‿ʝaˈʎa/

Έκφραση

βάζω τα γυαλιά

  1. κάνω κάτι με τον σωστό τρόπο και έτσι αποδεικνύεται ότι είμαι καλύτερος από άλλους, που θα αναμενόταν ότι θα τα κατάφερναν καλύτερα
    Νόμιζα ότι ήμουν καλός στα μαθηματικά, αλλά στο διαγώνισμα η Μαρία έβαλε σε όλους μας τα γυαλιά. Ήρθε πρώτη! Ποιος να το περίμενε!
  2. (κυριολεκτικά)  δείτε τις λέξεις βάζω και γυαλιά
    η Μαρία έβαλε τα γυαλιά της και άρχισε να διαβάζει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.