γρηγοριανός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γρηγοριανός | η | γρηγοριανή | το | γρηγοριανό |
| γενική | του | γρηγοριανού | της | γρηγοριανής | του | γρηγοριανού |
| αιτιατική | τον | γρηγοριανό | τη | γρηγοριανή | το | γρηγοριανό |
| κλητική | γρηγοριανέ | γρηγοριανή | γρηγοριανό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γρηγοριανοί | οι | γρηγοριανές | τα | γρηγοριανά |
| γενική | των | γρηγοριανών | των | γρηγοριανών | των | γρηγοριανών |
| αιτιατική | τους | γρηγοριανούς | τις | γρηγοριανές | τα | γρηγοριανά |
| κλητική | γρηγοριανοί | γρηγοριανές | γρηγοριανά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γρηγοριανός < λόγιο ενδογενές δάνειο: μεσαιωνική λατινική gregorianus < Gregorius (Γρηγόριος) + -anus (-ανός)
Επίθετο
γρηγοριανός, -ή, -ό
- που αναφέρεται σε άτομο με το όνομα Γρηγόριος
- (ειδικότερα) που αναφέρεται στο ημερολόγιο που θέσπισε ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.