γραφόμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γραφόμενος η γραφόμενη το γραφόμενο
      γενική του γραφόμενου της γραφόμενης του γραφόμενου
    αιτιατική τον γραφόμενο τη γραφόμενη το γραφόμενο
     κλητική γραφόμενε γραφόμενη γραφόμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γραφόμενοι οι γραφόμενες τα γραφόμενα
      γενική των γραφόμενων των γραφόμενων των γραφόμενων
    αιτιατική τους γραφόμενους τις γραφόμενες τα γραφόμενα
     κλητική γραφόμενοι γραφόμενες γραφόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

γραφόμενος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.