γραφικές τέχνες
Νέα ελληνικά (el)
Πολυλεκτικός όρος
γραφικές τέχνες θηλυκό πληθυντικός
- (τέχνη) το σύνολο των διαδικασιών που αφορούν στην σύλληψη και την δημιουργία οπτικών μέσων, με τη χρήση διαφόρων τεχνικών (τυπογραφία, λιθογραφία, σχέδιο, ζωγραφική, φωτογραφία, κείμενο κ.λπ.)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- γραφίστας και γραφίστρια
Μεταφράσεις
γραφικές τέχνες
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.