γραφίστας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γραφίστας | οι | γραφίστες |
| γενική | του | γραφίστα | των | γραφιστών |
| αιτιατική | τον | γραφίστα | τους | γραφίστες |
| κλητική | γραφίστα | γραφίστες | ||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

γραφίστας την ώρα που σχεδιάζει
Ετυμολογία
- γραφίστας < γραφικές τέχνες + -ίστας
Συγγενικά
- γραφιστική
- → και δείτε τη λέξη γράφω
Μεταφράσεις
γραφίστας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.