κυψελωτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυψελωτός η κυψελωτή το κυψελωτό
      γενική του κυψελωτού της κυψελωτής του κυψελωτού
    αιτιατική τον κυψελωτό την κυψελωτή το κυψελωτό
     κλητική κυψελωτέ κυψελωτή κυψελωτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυψελωτοί οι κυψελωτές τα κυψελωτά
      γενική των κυψελωτών των κυψελωτών των κυψελωτών
    αιτιατική τους κυψελωτούς τις κυψελωτές τα κυψελωτά
     κλητική κυψελωτοί κυψελωτές κυψελωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κυψελωτός < κυψέλη + -ωτός

Επίθετο

κυψελωτός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.