γρατσουνιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γρατσουνιά | οι | γρατσουνιές |
| γενική | της | γρατσουνιάς | των | γρατσουνιών |
| αιτιατική | τη | γρατσουνιά | τις | γρατσουνιές |
| κλητική | γρατσουνιά | γρατσουνιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γρατσουνιά < γρατσουνίζω + -ιά < (ηχομιμητική λέξη)

γρατσουνιές στο χέρι
.jpg.webp)
γρατσουνιές στο ξύλο
Ουσιαστικό
γρατσουνιά θηλυκό
- το αποτέλεσμα του γρατσουνίζω
- επιφανειακό τραύμα ή αμυχή από αιχμηρό αντικείμενο ή νύχι
- μικρή χαραγματιά σε λεία επιφάνεια αντικειμένου
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη γρατσουνίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.