γρασαρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γρασαρισμένος | η | γρασαρισμένη | το | γρασαρισμένο |
| γενική | του | γρασαρισμένου | της | γρασαρισμένης | του | γρασαρισμένου |
| αιτιατική | τον | γρασαρισμένο | τη | γρασαρισμένη | το | γρασαρισμένο |
| κλητική | γρασαρισμένε | γρασαρισμένη | γρασαρισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γρασαρισμένοι | οι | γρασαρισμένες | τα | γρασαρισμένα |
| γενική | των | γρασαρισμένων | των | γρασαρισμένων | των | γρασαρισμένων |
| αιτιατική | τους | γρασαρισμένους | τις | γρασαρισμένες | τα | γρασαρισμένα |
| κλητική | γρασαρισμένοι | γρασαρισμένες | γρασαρισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γρασαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γρασάρω
Μετοχή
γρασαρισμένος
- που έχει γρασαριστεί
Μεταφράσεις
γρασαρισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.