γουναράδικο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γουναράδικο | τα | γουναράδικα |
| γενική | του | γουναράδικου | των | γουναράδικων |
| αιτιατική | το | γουναράδικο | τα | γουναράδικα |
| κλητική | γουναράδικο | γουναράδικα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γουναράδικο < γουναρ(άς) + -άδικο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη γούνα
Μεταφράσεις
γουναράδικο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.