γουλίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

γουλίζω < γούλ(α) (στη σημασία λαιμός) + -ίζω [1]

Ρήμα

γουλίζω (ιδιωματικό)

  1. τρώω
  2. (μεταφορικά) λαμβάνω
  3. καταπίνω, πίνω λίγο από κάτι
  4. φτύνω υγρό
  5. συνώνυμο του αναγουλιάζω

Συνώνυμα

  • γουλιάζω (στις σημασίες τρώω, καταπίνω) [2]

Ετυμολογία 2

γουλίζω < γουλ(ί) (στη σημασία λάχανο < μεσαιωνική ελληνική γουλίν (κοτσάνι λάχανου) + -ίζω [3]

Ρήμα

γουλίζω (ιδιωματικό)

  1. (για χταπόδι) χτυπάω το χταπόδι σε βράχο ή πέτρα, για να μαλακώσει πριν το μαγείρεμα
  2. αποφλοιώνω

  • γουλιάζω (στη σημασία: χτυπάω) [4]

Συγγενικά

  • γουλί (στη σημασία λάχανο, αποφλοιωμένο κοτσάνι, κουρεμένος)

Ετυμολογία 3

γουλίζω < γούλ(ος)[5] (το ούλο) + -ίζω [6]

Ρήμα

γουλίζω (ιδιωματικό)

Ετυμολογία 4

γουλίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ὑλίζω [7]  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ρήμα

γουλίζω (ιδιωματικό)

Αναφορές

από το Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (19332022) ως το λήμμα «δόγης»

Πηγές

  • σημασίες: χτυπάω, μαλακώνω χταπόδι, καταπίνω μια γουλιά - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  • σημασίες: χτυπάω, μαλακώνω χταπόδι, καταπίνω μια γουλιά - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.
  • s.v. μαλακώνω, σ.127 - Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά. Τέχνες και σύνεργα. Αθήνα: Τυπογραφείο «Εστία», 1931.
  • Δημήτρης Κατωπόδης, Καρσάνικα γλωσσικά ιδιώματα (Αθήνα: “Καρσάνικα Νέα” - Σύλλογος Καρσάνων Αθήνας)
  • Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
  • Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.