γουλίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
γουλίζω (ιδιωματικό)
Συνώνυμα
- γουλιάζω (στις σημασίες τρώω, καταπίνω) [2]
Ετυμολογία 2
- γουλίζω < γουλ(ί) (στη σημασία λάχανο < μεσαιωνική ελληνική γουλίν (κοτσάνι λάχανου) + -ίζω [3]
Ρήμα
γουλίζω (ιδιωματικό)
- γουλιάζω (στη σημασία: χτυπάω) [4]
Συγγενικά
- γουλί (στη σημασία λάχανο, αποφλοιωμένο κοτσάνι, κουρεμένος)
Ρήμα
γουλίζω (ιδιωματικό)
Ετυμολογία 4
- γουλίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ὑλίζω [7] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Αναφορές
από το ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
Πηγές
- σημασίες: χτυπάω, μαλακώνω χταπόδι, καταπίνω μια γουλιά - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- σημασίες: χτυπάω, μαλακώνω χταπόδι, καταπίνω μια γουλιά - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- s.v. μαλακώνω, σ.127 - Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά. Τέχνες και σύνεργα. Αθήνα: Τυπογραφείο «Εστία», 1931.
- Δημήτρης Κατωπόδης, Καρσάνικα γλωσσικά ιδιώματα (Αθήνα: “Καρσάνικα Νέα” - Σύλλογος Καρσάνων Αθήνας)
- Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
- Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.