γουλίν

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

γουλίν < μεσαιωνική ελληνική γωλίον < λατινική colis < caulis (=κοτσάνι, μίσχος)

Ουσιαστικό

γουλίν ουδέτερο

  1. ο μίσχος, το κοτσάνι του ((γ)καρμπο)λάχανου, της κράμβης
  2. είδος κράμβης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.