αποφλοιώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποφλοιώνω < απο- + φλοιός

Ρήμα

αποφλοιώνω

  • αφαιρώ το φλοιό από φυτό ή καρπό ή από το δέρμα ζωντανού οργανισμού

Παράγωγα

Σημειώσεις

  • το ρήμα συνήθως δε χρησιμοποιείται στην καθημερινή ζωή και αναφέρεται συχνότερα σε αυτοματοποιημένη ή τη βιομηχανοποιημένη διαδικασία αφαίρεσης του φλοιού από καρπούς

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.