μασουλάω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μασουλάω < μασώ + -ουλ(ώ) + επίθημα -άω

Ρήμα

μασουλάω/μασουλώ, αόρ.: μασούλησα, παθ.φωνή: μασουλιέμαι, π.αόρ.: μασουλήθηκα, μτχ.π.π.: μασουλημένος[1]

  • μασάω όλη την ώρα κάτι, απασχολούμαι με το μάσημα (φαγητό, ξηρούς καρπούς, τσίχλα, το πλαστικό πώμα ενός στιλό κ.α.)

Συγγενικά

Κλίση

  • Παθητικοί τύποι, μόνο από ορισμένα λεξικά.[1]
  • Δεν συνηθίζεται η κλίση σε -ώ. [2]
  • Οι παράλληλοι τύποι του ρήματος σε -ίζω (μασουλίζω) συχνά υπερισχύουν.

Μεταφράσεις

Αναφορές

    • παθητικοί τύποι στο λήμμα «μασουλώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
    • Δεν δίνει παθητικούς τύπους - Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
  1. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.