γλόμπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γλόμπος οι γλόμποι
      γενική του γλόμπου των γλόμπων
    αιτιατική τον γλόμπο τους γλόμπους
     κλητική γλόμπε γλόμποι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γλόμπος < (άμεσο δάνειο) ιταλική globo < λατινική globus (σφαίρα)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɣlom.bos/ και σε γρήγορο λόγο ˈɣlo.bos
τυπογραφικός συλλαβισμός: γλόμπος

Ουσιαστικό

γλόμπος αρσενικό

  1. το γυάλινο περίβλημα μιας λάμπας που φωτίζει
  2. (μεταφορικά) που έχει εντελώς ξυρισμένο το κεφάλι, ο φαλακρός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.