γλωσσηματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γλωσσηματικός | η | γλωσσηματική | το | γλωσσηματικό |
| γενική | του | γλωσσηματικού | της | γλωσσηματικής | του | γλωσσηματικού |
| αιτιατική | τον | γλωσσηματικό | τη | γλωσσηματική | το | γλωσσηματικό |
| κλητική | γλωσσηματικέ | γλωσσηματική | γλωσσηματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γλωσσηματικοί | οι | γλωσσηματικές | τα | γλωσσηματικά |
| γενική | των | γλωσσηματικών | των | γλωσσηματικών | των | γλωσσηματικών |
| αιτιατική | τους | γλωσσηματικούς | τις | γλωσσηματικές | τα | γλωσσηματικά |
| κλητική | γλωσσηματικοί | γλωσσηματικές | γλωσσηματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γλωσσηματικός < ελληνιστική κοινή γλωσσηματικός < αρχαία ελληνική γλώσσημα < γλῶσσα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *glōgʰs
Μεταφράσεις
γλωσσηματικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.