γλυκύφωνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γλυκύφωνος | η | γλυκύφωνη | το | γλυκύφωνο |
| γενική | του | γλυκύφωνου | της | γλυκύφωνης | του | γλυκύφωνου |
| αιτιατική | τον | γλυκύφωνο | τη | γλυκύφωνη | το | γλυκύφωνο |
| κλητική | γλυκύφωνε | γλυκύφωνη | γλυκύφωνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γλυκύφωνοι | οι | γλυκύφωνες | τα | γλυκύφωνα |
| γενική | των | γλυκύφωνων | των | γλυκύφωνων | των | γλυκύφωνων |
| αιτιατική | τους | γλυκύφωνους | τις | γλυκύφωνες | τα | γλυκύφωνα |
| κλητική | γλυκύφωνοι | γλυκύφωνες | γλυκύφωνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γλυκύφωνος < ελληνιστική κοινή γλυκύφωνος < αρχαία ελληνική γλυκύς + φωνή
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.