γλυκαμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γλυκαμένος | η | γλυκαμένη | το | γλυκαμένο |
| γενική | του | γλυκαμένου | της | γλυκαμένης | του | γλυκαμένου |
| αιτιατική | τον | γλυκαμένο | τη | γλυκαμένη | το | γλυκαμένο |
| κλητική | γλυκαμένε | γλυκαμένη | γλυκαμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γλυκαμένοι | οι | γλυκαμένες | τα | γλυκαμένα |
| γενική | των | γλυκαμένων | των | γλυκαμένων | των | γλυκαμένων |
| αιτιατική | τους | γλυκαμένους | τις | γλυκαμένες | τα | γλυκαμένα |
| κλητική | γλυκαμένοι | γλυκαμένες | γλυκαμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
γλυκαμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.