chick

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
chick chicks

Ετυμολογία

chick < (κληρονομημένο) μέση αγγλική chicke (chike, chiken) < αγγλοσαξονική ċicen, ċycen. Η σημασία της νεαρής γυναίκας εμφανίζεται τουλάχιστον από τα 1860, πρβ. τη λέξη chit). ( δείτε και τη λέξη chicken)

Ουσιαστικό

chick (en)

  1. (πτηνό):
    1. νεοσσός
    2. κοτοπουλάκι
  2. (παρωχημένο, ανεπίσημο, μειωτικό) η γκόμενα, το γκομενάκι, νεαρό κορίτσι ή νέα γυναίκα, κατά κανόνα ελκυστική

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.