γκριζομάτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γκριζομάτης | η | γκριζομάτα | το | γκριζομάτικο |
| γενική | του | γκριζομάτη | της | γκριζομάτας | του | γκριζομάτικου |
| αιτιατική | τον | γκριζομάτη | την | γκριζομάτα | το | γκριζομάτικο |
| κλητική | γκριζομάτη | γκριζομάτα | γκριζομάτικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γκριζομάτηδες | οι | γκριζομάτες | τα | γκριζομάτικα |
| γενική | των | γκριζομάτηδων | — | των | γκριζομάτικων | |
| αιτιατική | τους | γκριζομάτηδες | τις | γκριζομάτες | τα | γκριζομάτικα |
| κλητική | γκριζομάτηδες | γκριζομάτες | γκριζομάτικα | |||
| To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
| Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.