γκρανκάσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γκρανκάσα | οι | γκρανκάσες |
| γενική | της | γκρανκάσας | — | |
| αιτιατική | την | γκρανκάσα | τις | γκρανκάσες |
| κλητική | γκρανκάσα | γκρανκάσες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

γκρανκάσα (νούμερο 1) σε ένα σετ από τύμπανα
Ετυμολογία
- γκρανκάσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική grancassa
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɡɾaŋˈka.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκραν‐κά‐σα
Ουσιαστικό
γκρανκάσα θηλυκό
- (μουσικό όργανο) μεγάλο τύμπανο με δυνατό μπάσο ήχο
- ※ Κι άξαφνα, «μπουμ, μπουμ», η γκρανκάσα της μπάντας έδωσε το σύνθημα να ξεκινήσουνε. (Σωτήρης Πατατζής Κάιζερ! Κάιζερ! [διήγημα])
- (μεταφορικά, μειωτικό) μεγαλόσωμη ηλικιωμένη γυναίκα
-
γκρανκάσα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.