γκλάβα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γκλάβα | οι | γκλάβες |
| γενική | της | γκλάβας | — | |
| αιτιατική | την | γκλάβα | τις | γκλάβες |
| κλητική | γκλάβα | γκλάβες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɡla.va/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκλά‐βα
Εκφράσεις
- λέω/κάνω/πράττω ό,τι κατεβάσει η γκλάβα μου: λέω ή κάνω πράγματα χωρίς ιδιαίτερη σκέψη, απερίσκεπτα ή με υπολογισμούς της τελυταίας στιγμής
- κάνω γκλάβα: μεθάω, μαστουρώνω[4]
- ≈ συνώνυμα: κάνω κεφάλι
- κατεβάζει η γκλάβα (κατεβάζει το κεφάλι)
- κόβει η γκλάβα μου
Συγγενικά
Μεταφράσεις
γκλάβα
|
|
Αναφορές
- γκλάβα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- γκλάβα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Reconstruction:Proto-Slavic/golva στο αγγλικό Βικιλεξικό
- Ηλίας Πετρόπουλος (2019), Παροιμίες του υποκόσμου. Αθήνα: Νεφέλη (1η έκδοση: 2002). ISBN 960-211-657-9, σελ. 22.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.