γκλαβανή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γκλαβανή οι γκλαβανές
      γενική της γκλαβανής των γκλαβανών
    αιτιατική την γκλαβανή τις γκλαβανές
     κλητική γκλαβανή γκλαβανές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γκλαβανή < σλαβικής προέλευσης glavanija < glava (κεφάλι) < πρωτοσλαβική *golva (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό

γκλαβανή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.