γιοφύρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γιοφύρι | τα | γιοφύρια |
| γενική | του | γιοφυριού | των | γιοφυριών |
| αιτιατική | το | γιοφύρι | τα | γιοφύρια |
| κλητική | γιοφύρι | γιοφύρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Το «γιοφύρι της Άρτας» στον ποταμό Άραχθο.
Ετυμολογία
γιοφύρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γιοφύρι(ν) / γεφύριον < ελληνιστική κοινή γεφύριον υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική γέφυρα [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝoˈfi.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γιο‐φύ‐ρι
Ουσιαστικό
γιοφύρι ουδέτερο
- (δημοτική) άλλη μορφή του γεφύρι
- (μεταφορικά) για έργο που δεν ολοκληρώνεται ποτέ, όπως στον λαϊκό θρύλο για το γιοφύρι της Άρτας κατά το δημοτικό τραγούδι («Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν»)
Μεταφράσεις
γιοφύρι
|
Αναφορές
- γιοφύρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.