γιοφύρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γιοφύρι τα γιοφύρια
      γενική του γιοφυριού των γιοφυριών
    αιτιατική το γιοφύρι τα γιοφύρια
     κλητική γιοφύρι γιοφύρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Το «γιοφύρι της Άρτας» στον ποταμό Άραχθο.

Ετυμολογία

γιοφύρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γιοφύρι(ν) / γεφύριον < ελληνιστική κοινή γεφύριον υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική γέφυρα [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ʝoˈfi.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γιοφύρι

Ουσιαστικό

γιοφύρι ουδέτερο

  1. (δημοτική) άλλη μορφή του γεφύρι
  2. (μεταφορικά) για έργο που δεν ολοκληρώνεται ποτέ, όπως στον λαϊκό θρύλο για το γιοφύρι της Άρτας κατά το δημοτικό τραγούδι («Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν»)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.