γιορτιάτικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γιορτιάτικος η γιορτιάτικη το γιορτιάτικο
      γενική του γιορτιάτικου της γιορτιάτικης του γιορτιάτικου
    αιτιατική τον γιορτιάτικο τη γιορτιάτικη το γιορτιάτικο
     κλητική γιορτιάτικε γιορτιάτικη γιορτιάτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γιορτιάτικοι οι γιορτιάτικες τα γιορτιάτικα
      γενική των γιορτιάτικων των γιορτιάτικων των γιορτιάτικων
    αιτιατική τους γιορτιάτικους τις γιορτιάτικες τα γιορτιάτικα
     κλητική γιορτιάτικοι γιορτιάτικες γιορτιάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γιορτιάτικος < γιορτή

Επίθετο

γιορτιάτικος

  1. εορταστικός, εορτινός, γιορταστικός σχετικό με γιορτή
  2. μέρα γιορτής, σε ατμόσφαιρα γιορτής

Σημειώσεις

Μη με συγχύζεις γιορτιάτικα (μη με ταράζεις μέρα που είναι, δηλ. τέτοια γιορτινή μέρα, είναι ανάρμοστο, άκαιρο, η μέρα είναι ακατάλληλη για κάτι τέτοιο)


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.