γιομισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γιομισμένος η γιομισμένη το γιομισμένο
      γενική του γιομισμένου της γιομισμένης του γιομισμένου
    αιτιατική τον γιομισμένο τη γιομισμένη το γιομισμένο
     κλητική γιομισμένε γιομισμένη γιομισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γιομισμένοι οι γιομισμένες τα γιομισμένα
      γενική των γιομισμένων των γιομισμένων των γιομισμένων
    αιτιατική τους γιομισμένους τις γιομισμένες τα γιομισμένα
     κλητική γιομισμένοι γιομισμένες γιομισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

γιομισμένος






Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.