γιολτζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γιολτζής | οι | γιολτζήδες |
| γενική | του | γιολτζή | των | γιολτζήδων |
| αιτιατική | τον | γιολτζή | τους | γιολτζήδες |
| κλητική | γιολτζή | γιολτζήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
γιολτζής αρσενικό
- (ιδιωματικό) οδοιπόρος / ταξιδευτής / επιβάτης πλοίου
- ※ Ποιός είναι αυτός; κάνει άξαφνα και δείχνει μ'ένα πρησμένο δάχτυλο το Μέλιο. - Αυτός; χμ... Γιολτζής. -Μίλα ελληνικά - ...Περπατάρης - δηλαδή με το συγγνώμη, ταξιδευτής (Μενέλαος Λουντέμης, Αγέλαστη Άνοιξη, 1971, σελ. 41 στην έκδοση Πατάκη, 2018)
- γιολδάσης
Μεταφράσεις
γιολτζής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.