γιουλτζής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γιουλτζής οι γιουλτζήδες
      γενική του γιουλτζή των γιουλτζήδων
    αιτιατική τον γιουλτζή τους γιουλτζήδες
     κλητική γιουλτζή γιουλτζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γιουλτζής < τουρκική yol (δρόμος)

Ουσιαστικό

γιουλτζής αρσενικό

  • (ιδιωματικό) άλλη μορφή του γιολτζής
    Ἄ! δὲν σᾶς εἶπα καὶ γιὰ ἕνα γιουλτζὴ ποὺ πῆρα ἀπ᾽ τὸ Βόλο, εἶπε. Ἐπῆρες κανέναν ἐπιβάτη ἀπ᾽ τὸ Βόλο; ἠρώτησεν εἷς τῶν φίλων του. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ο Αμερικάνος)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.