γιγαντώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γιγαντώδης | η | γιγαντώδης | το | γιγαντώδες |
| γενική | του | γιγαντώδους | της | γιγαντώδους | του | γιγαντώδους |
| αιτιατική | τον | γιγαντώδη | τη | γιγαντώδη | το | γιγαντώδες |
| κλητική | γιγαντώδη(ς) | γιγαντώδης | γιγαντώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γιγαντώδεις | οι | γιγαντώδεις | τα | γιγαντώδη |
| γενική | των | γιγαντωδών | των | γιγαντωδών | των | γιγαντωδών |
| αιτιατική | τους | γιγαντώδεις | τις | γιγαντώδεις | τα | γιγαντώδη |
| κλητική | γιγαντώδεις | γιγαντώδεις | γιγαντώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
γιγαντώδης, -ης, -ες
- σχετικός με γίγαντα, πολύ μεγάλος, εύσωμος
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
γιγαντώδης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.