γιαουρτωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γιαουρτωμένος | η | γιαουρτωμένη | το | γιαουρτωμένο |
| γενική | του | γιαουρτωμένου | της | γιαουρτωμένης | του | γιαουρτωμένου |
| αιτιατική | τον | γιαουρτωμένο | τη | γιαουρτωμένη | το | γιαουρτωμένο |
| κλητική | γιαουρτωμένε | γιαουρτωμένη | γιαουρτωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γιαουρτωμένοι | οι | γιαουρτωμένες | τα | γιαουρτωμένα |
| γενική | των | γιαουρτωμένων | των | γιαουρτωμένων | των | γιαουρτωμένων |
| αιτιατική | τους | γιαουρτωμένους | τις | γιαουρτωμένες | τα | γιαουρτωμένα |
| κλητική | γιαουρτωμένοι | γιαουρτωμένες | γιαουρτωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
γιαουρτωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.